-
1 γνώμα
γνώμα (-ας, -ᾳ, -αν; -αις) (cf. Fränkel, W & F, 26̆{1}, Wil., Pind., 281̆{2}, Fraenkel on Agam. 1348.)a purposeεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41
πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.40
κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.45
ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων i. e. purposefully I. 6.71 Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.I κοινᾶνι παῤ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (v. l. γνώμᾳ. sc. Ἀπόλλων) P. 3.28 οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν (cf. fr. 213) N. 10.89κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ I. 4.72
II and therefore, expectationπολλὰ δἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δοὔπω P. 12.32
οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ (sc. βροτῶν τὸ τερπνὸν) ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (οὐ κατὰ τὴν ἡμῶν δόκησιν. Σ. Schr.) P. 8.94c frag.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
-
2 γνωμη
дор. γνώμα ἥ1) ум, сознание, дух(φρόνημο καὴ γ. Soph.)
γνώμης ἔφοδος Thuc. — уловка, хитрость;πάσῃ τῇ γνώμῃ Thuc. — всеми помыслами, изо всех сил;γνώμαις καὴ σώμασι Xen. — душой и телом;τέν γνώμην προσέχειν τινί Her. и ἔχειν πρός τινι Aeschin. — обращать свою мысль, т.е. внимание на что-л.;προσεῖχον τέν γνώμην ὡς … Thuc. — они прониклись мыслью, что …2) знание, пониманиеοὐ γνῴμαν ἴσχεις …;
Soph. — разве ты не понимаешь …?;ἄνευ γνώμης οὔ με χρέ λέγειν Soph. — не зная (в чем дело), я (ничего) не могу сказать3) рассудок, разум, здравый смыслἡ γ. ἥ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστι κρίσις ὀρθή Arst. — рассудок есть правильное суждение о должном;
ἄτερ γνώμης Aesch. — безрассудно, беззаботно;γνώμῃ Xen. и οὐκ ἀπὸ γνώμης Soph. (ср. 4 и 9) — разумно, здраво;γνώμην ἱκανός Her. — разумный;παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν Thuc. (ср. 9) — идти на бессмысленный риск;παρὰ γνώμην Dem. — против ожидания4) мнение, убеждениеτῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι или ἔχεσθαι, тж. τῇ γνώμῃ εἶναι Thuc. — быть того же мнения, но ταύτῃ τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι Her. я решительно склоняюсь к тому мнению;
διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. и ξυμφέρεσθαι γνώμῃ Thuc. — быть единодушными;ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. — они переменили свои мнения;ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον Aesch. (ср. 3 и 9) — голосовать в соответствии со своим мнением, т.е. по совести;κατὰ γνώμην τέν ἐμήν Her. и γνώμην ἐμήν Arph. — по моему мнению;γνώμη ταύτῃ (v. l. γνώμην ταύτην) τίθεμαι Soph. — я присоединяюсь к этому мнению5) (умо)настроение, склонностьπρός τι τέν γνώμην ἔχειν Thuc. — быть склонным к чему-л.;
οὕτως εἶχε τῆς γνώμης ὡς ἤδη παντελῶς κεκρατηκώς Xen. — (у персидского войска) было такое впечатление, что оно уже одержало полную победу;εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. — набожно, благочестиво, благоговейно;οὐ φίλιαι γνῶμαι Her. — недружелюбие6) мнение, предложение(γνώμην εἰσφέρειν Her. и προθεῖναι Thuc.)
7) мысль, замыселτίνα ἔχων γνώμην ; Her. — с каким намерением?;
οὐκ οἶδα γνώμῃ τίνι Soph. — не знаю, с какой целью или на каком основании;τοῦ τείχους γ. Thuc. — назначение стены8) решение, постановление9) воля, желание(γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι и ἐκπιμπλάναι Xen.; βιασθῆναι παρὰ γνώμην Plut. - ср. 3)
κατὰ γνώμην ἐμήν Eur. — по моему усмотрению;ἀφ΄ ἑαυτοῦ γνώμης Thuc. (ср. 3 и 4) — по своему собственному побуждению10) сентенция, назидательная мысль, изречение, гнома(αἱ τῶν ποιητῶν γνῶμαι Aeschin.)
ἔστι δε γ. ἀπόφανσις καθόλου Arst. — гнома есть высказывание общего характера -
3 γνώμη
γνώμ-η, ἡ,II organ by which one perceives or knows, intelligence,1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg. 672b
),ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S. Ant. 176
: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT 687, Ph. 910;τοιάδε τὴν γ. Id.El. 1021
;κατὰ γ. ἴδρις Id.OT 1087
(lyr.);γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC 403
;γνώμῃ κυρήσας Id.OT 398
; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524;γνώμης ξύνεσις Th.1.75
;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11
;ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X. Cyr.1.3.10
, cf. Th.1.70; γνώμῃ, opp.τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47
; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El. 214 (lyr.), Ar.Ach. 396;πάντων γ. ἴσχειν S.Ph. 837
(lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend,δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37
;πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192
; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in.., Id.3.37;ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17
; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu. 674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr. 389;ἄτερ γνώμης A.Pr. 456
;ἄνευ γ. S.OC 594
; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29;ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN 1143a19
; soπερὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118
;γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96
, cf. 39.40;τῇ δ. γ. Arist.Pol. 1287a26
; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355.2 will, disposition, inclination,εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41
;γ. Διός A.Pr. 1003
; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45;τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104
;γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21
; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards.., Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59;μιᾷ γνώμῃ Th.1.122
, 6.17;διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139
; κατὰ γνώμην according to one's mind or wishes,ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr. 737
;ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16
: in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4.III judgement, opinion,βροτῶν γ. Parm.8.61
; ταύτῃ.. τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I in cline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); alsoταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120
;ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126
;τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100
;τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν.. προσμεῖξαι Th.3.31
;γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80
; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu. 157;εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54
;τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55
; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140;ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38
; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt.,κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec. 153
, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs.,γνώμην ἐμήν Ar.V. 983
, Pax 232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag. 931, cf.Supp. 454: freq. of opinions delivered publicly,ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56
; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib. 207;ἐκφαίνειν Id.5.36
; (anap.), Ar.Ec. 658;ἀποφαίνεσθαι E.Supp. 336
;ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36
; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53.2 proposition, motion,γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80
,81;εἰπεῖν Th.8.68
, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36);γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83
: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V. 594, Nu. 432;κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17
.3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj. 1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh. 1395a11 (sg., 1394a22).4 in pl., fancies, illusions, S.Aj.52.5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην of set purpose, D.H. 6.81 (so alsoγνώμης Lib.Or.33.13
, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT 527, cf. Aj. 448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport.., Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη.., ἵνα .. the purpose of it was.., that.., Id.8.90. -
4 γνώμη
γνώμη (γνῶναι), ἡ, 1) Erkenntnißvermögen, Verstand, Vernunft, u. übh. Geist; Pind. N. 10, 89 u. sonst; γνώμης σύνεσις, Einsicht des Geistes, Thuc. 1, 75: vgl. Plat. Rep. V, 476 d; αἱ γνῶμαι δεδουλωμέναι ἦσαν ἁπάντων ἀνϑρώπων Menex. 240 a; γνώμαις καὶ σώμασι σφαλλόμενοι Xen. Cyr. 1, 3, 10; εἰ γνώμην ἔχεις, wenn du verständig bist, Ar. Ach. 395; ἐν τῇ γνώμῃ παραστῆναι, im Geiste vorschweben, Dem. 4, 17; τὴν γνώμην προςέχειν τινί, auf etwas achten, aufmerksam sein, Her. u. Folgde; auch abs., aufpassen, Thuc. 1, 95; πρὸς ἑτέρῳ τινὶ τὴν γνώμην ἔχειν, seinen Geist auf etwas Anderes richten, Aesch. 3, 192; πρός τι, seinen Sinn auf etwas richten, geneigt sein, Thuc. 2, 25. 5, 13 u. sonst; ἐν γνώμῃ γίγνεσϑαί τινος, nach Jemandes Sinn sein, ihm lieb sein, Her. 6, 37; übh. Sinn, ὅστις γνώμῃ μὴ καϑαρεύει, wer nicht reines Sinnes ist, Ar. Ran. 355; εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς Pind. Ol. 3, 41, mit frommem Sinne. – 2) Erkenntniß, Einsicht, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρϑή Arist. Eth. 6, 11; γνώμην ἱκανός, einsichtsvoll, Her. 3, 4; γνώμης ἁμάρτημα, ein verkehrter Plan, Thuc. 2, 55; πάσῃ τῇ γνώμῃ, mit allem Vorbedacht, 6, 45; γνώμῃ ἐκόλαζεν, er strafte mit Ueberlegung, aus Grundsatz, Xen. An. 2, 6, 9. – 3) Urtheil, Beschluß; bes. von Senatsbeschlüssen u. richterlichen Entscheidungen; γνώμην ἔχειν u. οὕτω γν. ἔχειν περί τινος, u. mit folgdm inf., glauben, meinen; Thuc. 7, 15; c. partic., ὡς κατὰ γῆν ἀναχωρήσοντες 7, 72; ὡς ἤδη κεκρατηκώς Xen. Cyr. 6, 2, 4; γνώμην ποιεῖσϑαι, dafürhalten, beschließen od. vorschlagen, Thuc. 1, 128 u. A.; κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι, nach gemeinsamem Beschluß, Her. 5, 63; γνώμην ἀποδείκνυσϑαι, ἀποφαίνεσϑαι, ϑέσϑαι, seine Meinung kundthun, abgeben, Plat. Gorg. 446 c; Her. 1, 207. 3, 80; Ar. Eccl. 658; Soph. Phil. 1448 u. öfter; γνώμην ἐςφέρειν, vorschlagen, Her. 3, 80; γνῶμαι προκέατο 3, 83; γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι, Jemandes Willen erfüllen, Xen. An. 1, 7, 8; vgl. Dem. 21, 91; ἐκπιμπλάναι Xen. Hell. 6, 1, 15; gew. in diesen Vrbdgn ohne Artikel, vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 6, 9; τῆς αὐτῆς γνώμης ἐχόμενος Thuc. 1, 140; εἶναι 1, 113; ἑστάναι πρὸς τὴν γνώμην τινός, sich zu Jemandes Ansicht bekennen, 4, 56; ἀπὸ γνώμης, nach Ueberzeugung, Aesch. Eum. 644; ἀπὸ τοιᾶςδε γνώμης, in folgender Absicht, Thuc. 3, 92; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, nach eigenem Willen, aus eigenem Antriebe, 4, 68; κατὰ γνώμην τινός, nach Jemandes Willen, Her. 5, 3, oft; Eur. Andr. 737, wie Folgde; auch γνώμην allein, nach meiner Meinung, Ar. Pax 232 u. öfter; παρὰ γνώμην, wider Willen, Aesch. Suppl. 454 u. Folgde; auch = wider Erwarten, Thuc. 4, 40; ἐκ μιᾶς γνώμης, einstimmig, Dem. 10, 51, wie Plut. Cam. 40; μιᾷ γνώμῃ, dasselbe, Thuc. 6, 17; διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. 4, 138; vgl. ἐς τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον Her. 1, 53; κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον, die Meinungen fielen übereinstimmend aus, 1, 206; ἐπὶ τὸ αὐτὸ φέρουσιν αἱ γνῶμαι Thuc. 1, 79; ξυμφέρεσϑαι γνώμῃ, sich in der Ansicht vereinigen, 4, 65; ἀλλοῖος γίγνομαι τὴν γνώμην, ich ändere meine Ansicht, 4, 106; ἡ τείχους γνώμη, der Zweck der Mauer, die Absicht, in der sie errichtet ist, 8, 90. – Auch = irrige Meinung, Wahn, Soph. Ai. 51. – 4) γνῶμαι, Sinnsprüche, in kurzen Versen ausgedrückte Lebensregeln weiser Männer, Aesch. 3, 135; Arist. rhet. 2, 21 u. Sp. – 5) = γνώμων, Kennzeichen, Theogn. 60; Kennzahn, Arist. H. A. 6, 22.
-
5 εὐ-σεβής
εὐ-σεβής, ές, wer seine Pflichten gegen Gott, die Eltern, Vorgesetzten u. übh. ehrwürdige Personen erfüllt, der pflichtmäßig handelt, fromm, gottesfürchtig, bes. von Menschen, auch von Sachen, Theogn. 1142; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. Ol. 3, 43; εὐσεβέστατος I. 2, 43; oft bei Tragg., πρός τινα, Aesch. Suppl. 335, wie εἴς τινα, Eur. El. 253; καὶ ταῠτα μοὐστὶν εὐσεβῆ ϑεῶν πάρα Aesch. Ch. 120; auch λόγος, Suppl. 919; τρόπος, Ar. Ran. 457; τό γ' εὐσεβὲς μόνοις παρ' ὑμῖν εἷρον Soph. O. C. 1127, d. i. Frömmigkeit, wie Eur. Tr. 42; vgl. οὔτε τὸ ὑμέτερον εὐσεβὲς παρείς Antiph. 3, 96; Plat. δίκαιος ἀνὴρ καὶ εὐσεβὴς καὶ ἀγαϑὸς πάντως Phil. 39 e, öfter, obwohl das Wort in Prosa verhältnißmäßig seltener erscheint. – Adv. εὐσεβέως, Pind. Ol. 6, 79; att. εὐσεβῶς, z. B. τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ ὁρᾶν εὐσ. ἔχει Soph. O. R. 1431, es ist fromme Pflicht für sie; Dem. 19, 212 ὥστε μηδενὶ ὑμῶν εὐσεβῶς ἔχει ἀποψηφίσασϑαι αὐτοῦ, so daß Keiner von euch fromm seine Pflicht thut, wenn er ihn losspricht; εὔχομαι Plat. Legg. VII, 821 d; Sp.
-
6 εὐσεβής
1 dutiful, piousεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντας μακάρων τελετάς O. 3.41
“ Πηλέι ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 adv.,-έως. έως, ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως O. 6.79
-
7 τελετά
τελετά (-ᾷ, -άν; -αῖς, -άς.)1 rite, ceremonyεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41
ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων Σ.) O. 10.51πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν (ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σ̆{γρ˙}: the Panathenaia) N. 10.34 ]τελεταῖς Δ. 1. 33. οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ]τεὰν τε[λετ]ᾲν μελίζοι[ Δ. 3.. ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν ( ὄλβιοι δ' λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.: τελευτάν v. l.) fr. 131 ad Θρ. 7. v. also τελευτά d. -
8 φυλάσσω
a keep watch (over) “ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” P. 4.41 οἵ σε (= Ἑστίαν) γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον (i. e. ὥστε ὀρθὰν εἶναι) N. 11.5πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι π[ρ]ονοι[ᾳ], ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.11
b act. & med., pay heed to, observeεὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41
Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις O. 7.40
νῦν δ' ἐφίητι (sc. ἁ Μοῖσα) <τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” I. 2.9
См. также в других словарях:
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… … Dictionary of Greek